Ως ψηφιακοί νομάδες ονομάζονται αυτοί που δουλεύουν από απόσταση αξιοποιώντας τις δυνατότητες της ψηφιακής τεχνολογίας και συγχρόνως μετακινούνται συνεχώς σε διαφορετικές περιοχές, οι οποίες διαθέτουν ελκυστικά χαρακτηριστικά. Κυρίως περιοχές που εξασφαλίζουν ικανοποιητικές συνθήκες εργασίας και ενδιαφέρουσες εμπειρίες κατά τον ελεύθερο χρόνο.
Κατά το παρελθόν, οι ψηφιακοί νομάδες ήταν συνήθως αυτοαπασχολούμενοι. Όμως, με την εμφάνιση της πανδημίας, αυξήθηκαν δραματικά οι μισθωτοί σε εταιρίες (αποτελούν περίπου το 20%) που η έδρα τους δεν έχει καμία σχέση ούτε με τον τόπο που εργάζονται ούτε με τον τόπο καταγωγής ή μόνιμης διαμονής τους. Σε μεγάλο ποσοστό μάλιστα δεν έχουν μόνιμο τόπο διαμονής. Σήμερα, σε ποσοστό μεγαλύτερο από 65% έχουν ελεύθερες ή και ευέλικτες συνθήκες εργασίας καθώς το 25% είναι freelancers, το 22% δουλεύουν δική τους επιχείρηση και το 19% έχουν δική τους start up. Η ελευθερία και η ευελιξία που έχουν επιτύχει στην εργασία τους αποτελεί βασικό παράγοντα αναζήτησης ανάλογων συνθηκών ζωής και αξιοποίησης του ελεύθερου χρόνου τους.
Οι ψηφιακοί νομάδες, με βάση τα δημογραφικά τους στοιχεία ανήκουν κυρίως στη δυναμική ηλικία των 25-40 ετών και διαθέτουν πτυχίο τριτοβάθμιας εκπαίδευσης ή και μεταπτυχιακό σε ποσοστό πάνω από 80%. Περισσότεροι από τους μισούς δηλώνουν μηνιαίο εισόδημα μεγαλύτερο των 2000 δολαριων. Ο συνδυασμός των παραπάνω αλλά και των πολλαπλών εμπειριών που αποκτούν, μας επιτρέπει να εκτιμήσουμε ότι αποτελούν ένα μεγάλο ποσοστό των μελλοντικών “ηγετών” της οικονομίας και μια από τις πλέον ελκυστικές ομάδες επισκεπτών.
Προέρχονται κυρίως από τις μητροπόλεις της δύσης (35% από Δυτική Ευρώπη και 42% από ΗΠΑ) γεγονός που εξηγεί την επιθυμία τους να βιώσουν διαφορετικές, αυθεντικές συνθήκες εργασίας και ελεύθερου χρόνου, σε σχέση με αυτές της σύγχρονης δυτικής κοινωνίας.
Προφανώς οι ψηφιακοί νομάδες δεν έχουν όλοι τα ίδια χαρακτηριστικά. Υπάρχει μια κατηγορία στην οποία υπερτερεί η υπερκαταναλωτική διάσταση των εμπειριών, η επιδίωξη “να ζήσω τα πάντα σε υπερθετικό βαθμό, σε περιοχές του πλανήτη που κοστίζουν λιγότερο”. Ωστόσο, για ένα μεγάλο ποσοστό ψηφιακών νομάδων, οι εμπειρίες που έχουν αποκτήσει από πολλαπλούς προορισμούς, διαμορφώνουν αξίες που δεν συναντώνται στον μέσο τουρίστα (περιβαλλοντική ευαισθησία, εκτίμηση της φύσης, της παράδοσης, του πολιτισμού, των τοπικών προϊόντων κλπ). Έχουν μάθει να εκτιμούν την ποιότητα των υποδομών και των υπηρεσιών για καλές συνθήκες εργασίας και ποιοτικό ελεύθερο χρόνο. Όμως δεν αρέσκονται σε περιττές πολυτέλειες που τους επαναφέρουν στο δυτικό τρόπο ζωής, χωρίς να έχουν για αυτούς εμφανή ανταποδοτικότητα.
Είναι εύλογο ότι για τη δεύτερη και πολυπληθέστερη κατηγορία των ψηφιακών νομάδων, οι περισσότεροι Ελληνικοί προορισμοί έχουν σημαντικά ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα . Οι συγκεκριμένοι είναι σε θέση να εκτιμήσουν χαρακτηριστικά όπως η φύση, η ιστορία, ο πολιτισμός, η γεωγραφική εναλλαγή, η ποικιλία και η ελκυστικότητα της μικρής διάστασης (μικρά νησιά, παραλίες, κόλποι, λόφοι, πεδιάδες …) , αλλά και τη διατήρηση σημαντικών στοιχείων παράδοσης και αυθεντικότητας στις κοινωνικές σχέσεις, στις υπηρεσίες ή στα προϊόντα.